- ραζακί
- το разаки (сорт винограда)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραζακί — ραζακί, το και ροζακί, το ποικιλία σταφυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραζακί — και ροζακί, το, Ν (γεωπ.) ποικιλία τής ευρωπαϊκής οινοφόρου αμπέλου, οι καρποί τής οποίας προορίζονται για επιτραπέζια χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ραζακί < τουρκ. razaki ενώ ο τ. ροζακί από τον πληθ. ροζακιά < λατ. rosacea (< rosa «ρόδο»)] … Dictionary of Greek
ροζακί — το, Ν βλ. ραζακί … Dictionary of Greek
σταφύλι — Ο καρπός του αμπελιού. Είναι σύνθετος βότρυς (τσαμπί) που οι ρόγες του είναι, ανάλογα με το είδος του αμπελιού, διαφόρων μεγεθών. Κάθε ρώγα περιβάλλεται από το υμένιο (πέτσα) και συνήθως έχει, στο κέντρο, μικρό κουκούτσι ή και κουκούτσια. Το… … Dictionary of Greek
razachie — RAZACHÍE s.f. Varietate de viţă de vie care dă struguri cu boabe mari, lunguieţe şi foarte cărnoase. – Din tc. razakı, ngr. razakí. Trimis de LauraGellner, 03.07.2004. Sursa: DEX 98 RAZACHÍE s. (bot.) ţâţa vacii. (razachie este o specie de… … Dicționar Român
ροζακί — το ιού, και ραζακί, το ποικιλία σταφυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)